μεσοκόβω

μεσοκόβω
κουράζω τη μέση κάποιου, καταπονώ, κοψομεσιάζω, ξεγοφιάζω («τή μεσόκοψε τόσο φόρτωμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέση + κόβω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεσοκόβω — μεσόκοψα, μεσοκομμένος 1. χτυπώ κάποιον στη μέση, καταπονώ τη μέση: Με μεσοκόβεις να σε κουβαλώ όταν μεθάς. 2. το μέσ., μεσοκόβομαι καταπονούμαι, κατακουράζομαι: Μεσοκοπήκαμε με τη μετακόμιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… …   Dictionary of Greek

  • μεσοκόπτω — (Μ) κόβω κάτι ώς τη μέση, μεσοκόβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κόπτω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”